- νειλωτικός
- -ή, -ό[Νειλώτης]αυτός που αναφέρεται στους Νειλώτες (α. «νειλωτικές γλώσσες» — μεγάλη οικογένεια νεγροαφρικανικών γλωσσών οι οποίες μιλιούνται στην κοιλάδα τού Νείλου και στην περιοχή τών Μεγάλων Λιμνώνβ. «νειλωτικό φύλο» — οι Νειλώτες).
Dictionary of Greek. 2013.