νειλωτικός

νειλωτικός
-ή, -ό
[Νειλώτης]
αυτός που αναφέρεται στους Νειλώτες (α. «νειλωτικές γλώσσες» — μεγάλη οικογένεια νεγροαφρικανικών γλωσσών οι οποίες μιλιούνται στην κοιλάδα τού Νείλου και στην περιοχή τών Μεγάλων Λιμνών
β. «νειλωτικό φύλο» — οι Νειλώτες).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Σιλούκ — οι, Ν εθνολ. νειλωτικός λαός που ζει στο νότιο Σουδάν, κατά μήκος τής δεξιάς όχθης τού Νείλου …   Dictionary of Greek

  • Τέζο — και Ιτέζο και Ατέζο, οι, Ν εθνολ. νειλωτικός λαός που ζει στην ανατολική Ουγκάντα και στην Κένυα και αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη εθνότητα τής Ουγκάντα …   Dictionary of Greek

  • Τουρκάνα — οι, Ν άκλ. εθνολ. νειλωτικός πληθυσμός που ζει στη βορειοδυτική Κένυα και μιλά μια γλώσσα Τέζο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”